- Ἥλικ'
- Ἥλικαι , Ἡλίκηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡλίκ' — Ἡλίκᾱͅ , Ἡλίκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκ' — ἡλίκα , ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc pl ἡλίκε , ἡλίκος as big as masc voc sg ἡλίκαι , ἡλίκος as big as fem nom/voc pl ἡλίκᾱͅ , ἡλίκος as big as fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικ' — ἥ̱λικα , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἥλικα , ἁλίζω 2 salt perf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek